- ερμογλυφικός
- -ή, -ό (AM ἑρμογλυφικός, -ή, -όν) [ερμογλυφία]1. αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος στη γλυπτική2. το θηλ. ως ουσ. η ερμογλυφικήη γλυπτική, η αγαλματοποιία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑρμογλυφικῇ — ἑρμογλυφικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμογλυφική — ἑρμογλυφικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμογλυφικήν — ἑρμογλυφικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)